- φωσφατουρία
- και φωσφαλατουρία, η, Νιατρ. παλαιότερος, μη εν χρήσει σήμερα, όρος για την υπερφωσφατουρία, δηλαδή την πέρα από τη φυσιολογική ποσότητα αποβολή φωσφορικών αλάτων με τα ούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphaturia < phosphate (< phosphoric < φωσφόρος) + -uria (< -ουρία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.